- κρόκεος
- κρόκεος, ον, ([etym.] κρόκος)A saffron-coloured, Pi.P.4.232 (nisi leg. κροκόεν), E.Hec.468 (lyr.), Ion889 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρόκεος — κρόκεος, ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, ίη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα εος / ήϊος (πρβλ. χάλκ εος / χαλκ ήϊος, κεράμ εος / κεραμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
κρόκεον — κρόκεος saffron coloured masc/fem acc sg κρόκεος saffron coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκέοιο — κρόκεος saffron coloured masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκέων — κρόκεος saffron coloured masc/fem/neut gen pl κρόκη thread which is passed between the threads of the warp fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκέῳ — κρόκεος saffron coloured masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόκεα — κρόκεος saffron coloured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκήιος — κροκήϊος, ΐη, ον (Α) (ποιητ. τ.) βλ. κρόκεος … Dictionary of Greek
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek
κροκέωι — κροκέῳ , κρόκεος saffron coloured masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)